- έτι
- ἔτι (Α)επίρρ. I. (χρονικό)1. ακόμη, έως τώρα (α. «ἔτ' ἐκ βρέφεος» — από τη βρεφική ακόμη ηλικίαβ. «ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστι», Ομ. Ιλ.)2. (με το καὶ ή το ἠδέ ή το δὲ) ακόμη και τώρα («νῡν δ' ἔτι ζεῑ», Αισχύλ.)3. ήδη («καὶ εἶναι καὶ γεγονέναι ἔτι», Πλάτ.)4. (προσθετικώς για το μέλλον) επί πλέον («ἄλγε' ἔδωκεν... ἡδ' ἔτι δώσει», Ομ. Ιλ.)5. μετά από αυτά, στο μέλλον, στο εξής6. (με άρνηση) οὐκ ἔτι ή οὐκέτιόχι πλέον («ἢ οὐ πρὼ ἔτι ἐστίν;», Πλάτ.)II. (για βαθμίδα)1. ακόμη, και επί πλέον, ακόμη περισσότερο, προσέτι («ἔτι δέ» — και επί πλέον, Πλάτ.)2. (με συγκριτ. βαθμό) φρ. «ἔτι μᾱλλον», «ἔτι καὶ μᾱλλον», «ἔτι πλέον» — ακόμη περισσότερο3. (και με θετ. βαθμό) α) «ἔτι μάλα» — ακόμη περισσότεροβ) «ἔτι τοίνυν τοσόνδε» — άλλο τόσο, Πλάτ.γ) «ἔτι ἄνω» — ακόμη πιο πάνω (Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με άλλους ΙΕ τύπους, όπως αρχ. ινδ. ati, αβεστ. aiti-, λατ. et «και», γοτθ. ip «δε, και», φρυγ. ετι (-τετικμενος), και ανάγεται σε IE *eti «επί πλέον, επίσης». Η λ. απαντά και ως β' συνθετικό με προθέσεις και αρνητικά μόρια (πρβλ. εισ-έτι, ουκ-έτι, προσ-έτι κ.λπ.).ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) εισέτι, εξέτι, μηκέτι, ουκέτι, προσέτι].
Dictionary of Greek. 2013.